Φιλίας ἀθανάτους. — φιλίας ἀθανάτους. См. Дружба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλιᾶς — φιλιᾶ̱ς , φιλιάζω to be a friend fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stade de la Paix et de l'Amitié — Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας Stade de la Paix et de l Amitié au Pirée en Grèce. Généralités Surnom S.E.F … Wikipédia en Français
Чемпионат Европы по баскетболу 1987 — Евробаскет 1987 25 й чемпионат Европы FIBA по баскетболу Данные турнира Место проведения … Википедия
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek